- ἀνόητοι
- ἀνόητοςnot thought onmasc/fem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
'νόητοι — ἀνόητοι , ἀνόητος not thought on masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
неразоумьныи — (172) пр. 1.Неразумный, глупый; безрассудный: не знають б҃а треѡканьнии и неразѹмнии д҃шею. (ἀνόητοι) ПНЧ 1296, 100 об.; ѹподобихъсѧ неразѹмнымъ скотомъ. ˫адениѥмь и питьѥмь. и всѣми похотьми скверъными. СбЯр XIII, 173; а писалъ многогрѣшныи… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
LAICI — vide supra, in voce Clerici. Item infra, Narthex, Navis. Sed et Laici, in Monasteriis dicuntur, qui vulgo Conversi, Oblati, Donati; de quibus vide Haeften. Disquisttion. Monasticar. l. 3. tract. 1. disquis. 8. et Menard. ad Concardiam Regular. p … Hofmann J. Lexicon universale
βασκανία — Η επιβλαβής επήρεια που μπορούν να ασκήσουν ορισμένα άτομα πάνω σε άλλα, είτε με το βλέμμα τους είτε με παράδοξο μορφασμό του προσώπου τους. Η πίστη στη β. είναι πανάρχαια και τη συναντούμε όχι μόνο σε πρωτόγονους λαούς αλλά και σε λαούς με… … Dictionary of Greek
κορακιστί — (Α) επίρρ. στη γλώσσα τών κοράκων, κορακίστικα («μὴ κορακιστὶ φθέγγεσθε, ὦ ἀνόητοι, καθάπερ τὰ παιδία», Ιωάνν. Χρυσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κόραξ, κος + επιρρμ. κατάλ. ιστί με σημ. «στη γλώσσα» ή «με τρόπο» (πρβλ. βαρβαρ ιστί, ελλην ιστί)] … Dictionary of Greek
περισαίνω — ΝΜΑ, επικ. τ. περισσαίνω Α 1. (για σκύλους) κουνώ την ουρά γύρω από κάποιον 2. μτφ. περιτριγυρίζω κάποιον, τόν ακολουθώ δουλικά, τόν κολακεύω ταπεινά, τόν θυμιατίζω με ευτελή τρόπο (α. «οι ανόητοι περισαίνουν τους ισχυρούς τής ημέρας» β.… … Dictionary of Greek
χασμώμαι — χασμῶμαι, άομαι, ΝΜΑ, και δ. τ. κατά τον Ησύχ. χαμῶμαι, άομαι Α [χάσμη] εισπνέω βαθιά και παρατεταμένα, χασμουριέμαι μσν. αρχ. (για στόμα και για πράγμ.) χάσκω, είμαι ανοιχτός, αφήνω άνοιγμα, αφήνω κενό αρχ. 1. μτφ. μένω κατάπληκτος, μένω με το… … Dictionary of Greek